πλάστης

πλάστης
ο, θηλ. πλάστρα / πλάστης, θηλ. πλάστις, -ιδος, ΝΜΑ [πλάσσω]
1. αυτός που πλάθει, κατασκευάζει κάτι, αυτός που με το πλάσιμο δίνει μορφή σε κάτι
2. (ιδίως) τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων
3. ο θεός ως δημιουργός τού κόσμου, τού σύμπαντος («δοξάζω τον ποιητήν τών ουρανών, τον πλάστη», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. μικρή κυλινδρική ράβδος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή λεπτών φύλλων ζύμης, το πλαστήρι
2. πλαστίδιο
3. μτφ. αυτός που δημιουργεί κάτι φανταστικό («γιατ' είν' η αγάπη πλάστρα / και πλάθει μύρια πλάσματα που συντροφιά μας τά 'χει», Ζερβ.)
αρχ.
1. γλύπτης
2. κατασκευαστής πλίνθων
3. αυτός που ασχολείται με την περιποίηση τής κόμης, τριχοπλάστης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλάστης — moulder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστης — ο θηλ. πλάστρα 1. αυτός που πλάθει. 2. ο δημιουργός Θεός: Σε σένα, Πλάστη και Θεέ, ετούτη τη στιγμή… (προσευχή). 3. πλαστήρι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαστῆς — πλαστή mud wall fem gen sg (attic epic ionic) πλαστός formed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάσται — πλάστης moulder masc nom/voc pl πλάστᾱͅ , πλάστης moulder masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστῶν — πλάστης moulder masc gen pl πλαστή mud wall fem gen pl πλαστός formed fem gen pl πλαστός formed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάσταις — πλάστης moulder masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστην — πλάστης moulder masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστου — πλάστης moulder masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστῃ — πλάστης moulder masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστῃσιν — πλάστης moulder masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”